Αλκμεωνίδαι/-ες

Αλκμεωνίδαι/-ες
Μεγάλο και σπουδαίο αθηναϊκό γένος, που θεωρούσαν ότι καταγόταν από τον Νηλέα της Πύλου, τον πατέρα του Νέστορα. Έλεγαν πως ο γενάρχης τους Αλκμέων είχε έρθει στην Αθήνα όταν οι Δωριείς, ύστερα από την κάθοδό τους, κατέλυσαν την αρχή της οικογένειας των Νηλειδών. Πολλές προσωπικότητες της αθηναϊκής ιστορίας, από τον 7o έως τον 5o αι. π.Χ., προέρχονταν από το γένος των Α., που είχε ποικιλόμορφη δράση και μεγάλο πλούτο. Η παρουσία τους έγινε αισθητή από την εποχή της στάσης του Κύλωνα. Τότε o άρχοντας Μεγακλής (από το γένος των Α.) παρασπόνδησε απέναντι των οπαδών του Κύλωνα, που είχαν καταφύγει ικέτες στους βωμούς της Ακρόπολης και έτσι σκοτώθηκαν. Αυτό θεωρήθηκε φοβερή ασέβεια (άγος), οι Αθηναίοι κάλεσαν από την Κρήτη τον Επιμενίδη για να γίνει ο καθαρμός της πόλης και οι Α. καταδικάστηκαν σε εξορία. Επέστρεψαν με την αμνηστία που παραχώρησε ο Σόλων. Αργότερα πρωτοστάτησαν στην αντίσταση εναντίον του Πεισιστράτου, που οδήγησε τα πρώτα χρόνια της τυραννίας του στην απομάκρυνσή του από την αρχή (559, 556, 555-546 π.Χ.) και εξορίστηκαν πάλι από την Αττική. Από το 546 π.Χ. εμφανίζονται να ζητούν άσυλο στους Δελφούς, όπου αναλαμβάνουν την ανοικοδόμηση του ναού του Απόλλωνα όταν κάηκε (545 π.Χ.) και κάνουν μαρμάρινη, πέρα από τη συμφωνία, την πρόσοψη του κτιρίου. Το 512 π.Χ. έκαναν νέα προσπάθεια να διώξουν τους Πεισιστρατίδες και από το 510 ξαναγύρισαν στην πόλη τους, οπότε πολλά μέλη τους έπαιξαν κατά καιρούς σπουδαίο ρόλο στην πολιτική ζωή. Από τους Α. κατάγονταν ο νομοθέτης Κλεισθένης και η γυναίκα του Κίμωνα Ισοδίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀλκμεωνίδαι — Ἀλκμαιωνίδαι masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Alkmaioniden — Die Alkmaioniden (auch Alkmeoniden, ältere Schreibweise Alkmäoniden; altgriechisch Ἀλκμεωνίδαι [Alkmeonídai] /Alkmeɔːnídai̯/) waren ein Adelsgeschlecht im archaischen Athen, das seine Herkunft von der mythischen Gestalt Alkmaion, einem… …   Deutsch Wikipedia

  • επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… …   Dictionary of Greek

  • συστασιώτης — ο, ΝΑ [στασιώτης] νεοελλ. αυτός που μετέχει σε στάση αρχ. μέλος τής ίδιας πολιτικής μερίδας («οἱ Ἀλκμεωνίδαι καὶ οἱ συστασιῶται αὐτέων», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”